Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατηγόρητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακατηγόρητος, επίθ.
  • Που δεν μπορεί να κατηγορηθεί:
    • (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Mατθ. ιβ´ 5).

[μτγν. επίθ. ακατηγόρητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατηγόρητος -η -ο [akatiγóritos] Ε5 : που δεν έχει κατηγορηθεί για κτ. και με επέκταση, που είναι άψογος.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατηγόρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατηγόρητος, -η, -ο [akatiγóritos]
  • ① rare not accused of wrongdoing (syn αμήνυτος)
  • ② faultless, blameless, irreproachable (syn άμεμπτος, ανεπίληπτος, άψογος):
    • ακατηγόρητο κορίτσι

[fr K ἀκατηγόρητος, cpd w. *κατηγορητός; cf also εὐ-κατηγόρητος & πολυ-κατηγόρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες