Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαταστάτως, επίρρ.
-
- Aντικανονικά, χωρίς την απαιτούμενη ευσέβεια:
- ακαταστάτως τρώγοντες τον επουράνιον άρτον (Φυσιολ. 35427).
[αρχ. επίρρ. ακαταστάτως]
- Aντικανονικά, χωρίς την απαιτούμενη ευσέβεια:



