Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατανάλωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατανάλωτος -η -ο [akatanálotos] Ε5 : που δεν έχει καταναλωθεί ακό μη.

[λόγ. α- 1 καταναλω- (δες καταναλώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατανάλωτος, -η, -ο [akatanálotos]
  • unconsumed, unspent (syn αδαπάνητος 1, αδιάθετος 1b, αξόδευτος):
    • έμειναν φρούτα ακατανάλωτα
  • ⓐ unsold (syn αδιάθετος 1b, απούλητος):
    • ακατανάλωτο εμπόρευμα

[cpd w. καταναλωτός, whence K der καταναλωτ-ικός 'consuming' (Orig.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες