Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακατήχητος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατήχητος -η -ο [akatíxitos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν κατηχήσει, δεν του έχουν διδάξει τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας και γενικότερα, που δεν έχει μυηθεί σε κάποια θρησκεία. 2. (σπάν.) αμύητος. α. που δε γνωρίζει τα μυστικά σχέδια μιας οργάνωσης. β. που δεν έχει μελετήσει σε βάθος μια ιδεολογία ή που δεν κατέχει μια τέχνη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατήχητος (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατήχητος, -η, -ο [akatí]
  • uninstructed in mysteries or a religion, uncatechized (syn αμύητος, ant κατηχημένος, μυημένος)
  • ⓐ fig uninstructed in, uninitiated or unadmitted into a secret plan or project:
    • ―ήμουν βέβαιος πως γνωρίζεις από μουσική. ―Αλίμονο! ~ της θείας τέχνης, στέκομαι βέβηλος μπροστά της και βουβός (Palam)

[fr PatrG ἀκατήχητος, cpd w. *κατηχητός: κατηχῶ; cf νεο-κατήχητος (Clemes Al.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go