Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατέβατα [akatévata] adv
- without reduction (syn ακατέβαστα, χωρίς ελάττωση, υποτίμηση, έκπτωση):
- στείλε μου ένα χιλιάρικο ~ |
- για τη δουλειά ζητάει διακόσιες δραχμές ~ |
- να επιτύχη ένα κατέβασμα στην τιμή που της ζητούσε ~ (Xenop)
[der of ακατέβατος]
- without reduction (syn ακατέβαστα, χωρίς ελάττωση, υποτίμηση, έκπτωση):



