Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαρνανικός, -ή, -ό [akarnanikós]
- Acarnanian:
- ακαρνανικά χωριά, βουνά |
- ~ κάμπος |
- τα θαυμαστά τείχη της Στράτου, της φημισμένης ακαρνανικής πολιτείας (Karouzou)
[der of Aκαρνάν or Aκαρνανία]
- Acarnanian:



