Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαλαισθησία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαλαισθησία η [akalesθisía] Ο25 : η ιδιότητα του ακαλαίσθητου, αυτού που δεν έχει την αίσθηση του ωραίου ή που δεν έγινε με τέχνη και με λεπτό γούστο. ANT καλαισθησία: Σκηνοθέτης γνωστός για την ~ του. Φτηνά, πρόχειρα κατασκευάσματα που τα χαρακτηρίζει η ~. H ~ του δομημένου χώρου προσβάλλει την αισθητική μας.

[λόγ. α- 1 καλαισθησία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαλαισθησία [akalesθisía] η,
  • lack of taste, tastelessness, bad taste (syn L απειροκαλία, ant καλαισθησία):
    • γυναίκες απίθανης ακαλαισθησίας |
    • αυτός ο σπουδαγμένος στη φιλοσοφία ... δίνει την παραίσθηση της ολότελα λαϊκής απλότητας και κάπου κάπου αυτής της χοντράδας, της ακαλαισθησίας (Melas) |
    • φαντάζονται ... ότι η ιεροτελεστία μπορεί να διεξαχθή και με ατημελησία κι ~ (Thrylos) |
    • ακαλαισθησίες και άγνοιες της γλώσσας του λαού δεν υπάρχουν· οι στιχομυθίες του είναι πολυτεχνικές (Papantoniou) |
    • (οι ανεκδιήγητες τοιχογραφίες) πληγώνουν το μάτι με την ~ και την αυθάδειά τους (Papanoutsos) |
    • καμιά ~ ή κακοφωνία μέσα στο φανταστικό τούτο όραμα της λευκής πολιτείας (sc της Mυκόνου) (Sfakianakis)

[cpd w. καλαισθησία, q.v.; cf ἀφιλοκαλία K bes K φιλοκαλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες