Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακαλαίσθητος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαλαίσθητος -η -ο [akalésθitos] Ε5 : ANT καλαίσθητος. 1. (για πρόσ.) που δεν έχει καλαισθησία, που δεν έχει την αίσθηση του ωραίου: Aυτή η γυναίκα είναι πολύ ακαλαίσθητη, δεν έχει καθόλου γούστο. 2. για κτ. που δεν έχει γίνει με καλαισθησία, με τέχνη και με λεπτό γούστο: H επίπλωση είναι ακριβή αλλά ακαλαίσθητη. Φανταχτερή και πολύ ακαλαίσθητη διακόσμηση. Ογκώδη και ακαλαίσθητα κτίρια. Πομπώδες, ακαλαίσθητο ύφος. ακαλαίσθητα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται πολύ ~.

[λόγ. α- 1 καλαίσθητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαλαίσθητος, -η, -ο [akalésθitos]
  • having no sense of beauty, of bad taste, tasteless, unrefined (syn αντιαισθητικός, άκομψος, απειρόκαλος, αφιλόκαλος, ant καλαίσθητος) ~ άνθρωπος, λαός:
    • ακαλαίσθητη γυναίκα |
    • ό,τι στους Άγγλους λείπει ... ήξερε καλά ... ο ~ ανακατωτής, ο Kαρλάιλ (Palam) |
    • poem μα αν ήμουν ~ κι αν μυστικά το είχα προστάξει, |
    • θα 'βγαζαν πρώτο οι κόλακες και το κουτσό μου αμάξι (Kavafis)
  • ⓐ made w. bad taste, tasteless, flashy (syn κακόγουστος, κακότεχνος, χονδροειδής, ant καλαισθητικός, καμωμένος με γούστο, κομψός, φιλοτεχνημένος με καλαισθησία):
    • ακαλαίσθητα ρούχα flashy clothes |
    • ακαλαίσθητη επίπλωση |
    • ακαλαίσθητη διακόσμηση gaudy decoration |
    • φτηνά και ακαλαίσθητα κοσμήματα cheap and garish jewelry |
    • ~ πανηγυρισμός |
    • ακαλαίσθητο ύφος, ακαλαίσθητο ποίημα |
    • ακαλαίσθητα ψευδώνυμα |
    • το βιβλίο μου ... φάνταξε ... στις ακαλαίσθητες βιτρίνες των βιβλιοπωλείων (Xenop) |
    • ο B. Oυγκώ έπεσε στα βρόχια της στιχουργικής φιλοσοφίας, πολύ ρηχής ως φιλοσοφίας και ψεύτικης και ακαλαίσθητης ως ποιήσεως (Papatsonis) |
    • μια λέξη τους ... μου φαίνεται υποκειμενικά ακαλαίσθητη (Charis) |
    • στη γαλλική μουσική επικρατεί ... μια απέχθεια προς τους ακαλαίσθητους όγκους, τουλάχιστον μέχρι τον Mπερλιόζ (Giatras)

[cpd w. καλαίσθητος, q.v.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go