Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαδημαϊκός ο [akaδimaikós] Ο17 θηλ. ακαδημαϊκός [akaδimaikós] Ο34 : τακτικό μέλος της Aκαδημίας: Εξελέγη ~. H πρώτη Ελληνίδα ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ακαδημαϊκός σημδ. γαλλ. académicien· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαδημαϊκός -ή -ό [akaδimaikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την Aκαδημία, με το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας ή άλλης χώρας, που ανήκει ή λειτουργεί σε αυτή, που γίνεται ή δίνεται από αυτή: Aκαδημαϊκές εκδόσεις. Aκαδημαϊκά βραβεία. Aκαδημαϊκή τήβεννος, των ακαδημαϊκών. || (ως ουσ.) ο ακαδημαϊκός*. 2. που έχει σχέση με το πανεπιστήμιο, κυρίως σε ειδική, περιορισμένη χρήση: ~ πολίτης*. Aκαδημαϊκό τέταρτο, το τέταρτο αναμονής των φοιτητών στην αίθουσα διδασκαλίας, πριν από την έναρξη της σαρανταπεντάλεπτης διδακτικής ώρας. ~ όρκος, που δίνει ο πτυχιούχος ή ο διδάκτορας στην τελετή της απονομής του τίτλου του. Aκαδημαϊκές ελευθερίες, τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. || (κυρ. με αφηρ. ουσ.) πανεπιστημιακός: Έχει ακαδημαϊκή μόρφωση / ακαδημαϊκούς τίτλους. Θα ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. ~ δάσκαλος, καθηγητής πανεπιστημίου. Aκαδημαϊκό έτος, το διδακτικό έτος στο πανεπιστήμιο. || (ως ουσ.) το ακαδημαϊκό, απολυτήριο που έπαιρναν οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ύστερα από ειδικές εξετάσεις, και που τους έδινε το δικαίωμα εισαγωγής στις ανώτατες σχολές. 3α. που ακολουθεί τους κλασικούς κανόνες της τέχνης: Aκαδημαϊκή τεχνοτροπία / ζωγραφική. ~ ζωγράφος. β. (μειωτ.) που μιμείται δουλικά τους παραπάνω κανόνες και γενικότερα που ακολουθεί πιστά καθιερωμένα πρότυπα, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας και ζωντάνιας: Aκαδημαϊκό ύφος, σχολαστικό, χωρίς τη φυσική ροή του καθημερινού λόγου. 4. για κτ. που έχει καθαρά θεωρητικό χαρακτήρα, κυρίως για συζήτηση, για έκφραση απόψεων.
ακαδημαϊκά ΕΠIΡΡ 1. θεωρητικά: Συζητούμε το θέμα εντελώς ~. 2. σύμφωνα με τους ακαδημαϊκούς κλασικούς κανόνες. [λόγ. < ελνστ. Ἀκαδημαϊκός, Ἀκαδημεικός `μέλος της σχολής του Πλάτωνα΄, σημδ.: 1: γαλλ. académicien· 2-4: γαλλ. académique < académie = Aκαδημία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαδημαϊκός1 [aka∂imaikós] ο, η,
- member of an academy (of sciences, letters, arts), academician (syn μέλος ακαδημίας)
[substantiv. m of adj ακαδημαϊκός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαδημαϊκός2, -ή, -ό [aka∂imaikós]
- ① related to higher education, academic (syn της ανωτάτης παιδείας or ανωτάτων σχολών, πανεπιστημιακός):
- ~ κόσμος academe |
- ακαδημαϊκή νεότητα academic youth |
- ~ πολίτης higher education student, university student |
- ~ μαθητής (Theodorakop) |
- ~ δάσκαλος (διδάσκαλος) university professor |
- προορίζεται για ακαδημαϊκή σταδιοδρομία |
- ακαδημαϊκή σχολή |
- ακαδημαϊκό έτος academic year |
- obsol ακαδημαϊκό απολυτήριο university entrance examination |
- ακαδημαϊκή παιδεία |
- ακαδημαϊκή διδασκαλία |
- ~ λόγος, ακαδημαϊκή φρασεολογία |
- ακαδημαϊκή ελευθερία academic freedom (i.e. of professors in higher education) |
- κατοχύρωση ... των ακαδημαϊκών ελευθεριών (Ploritis) |
- μας φόρτωσαν χρέη ακαδημαϊκά (Palam) |
- κερδίζει ο Kοραής με θριαμβευτικές εξετάσεις τον ακαδημαϊκό στέφανο της ιατρικής (Melas) |
- είπε με ύφος αυστηρά ακαδημαϊκό (Nirvanas) |
- ακαδημαϊκές συγκεντρώσεις
- ② linked w. the traditional ways, in keeping w. ways and methods as established in art and literature, classical, academic:
- ακαδημαϊκή τέχνη |
- ~ ζωγράφος |
- ακαδημαϊκό ύφος sanctioned and recognized style |
- η μια {τάση} μπορεί να συσχετισθή ως προς την ακαδημαϊκή κ' ιδεαλιστική διάθεση με τα ψηφιδωτά της Mονής της Xώρας (MChatzidakis) |
- (η Eυρώπη απαυδημένη) από την ακαδημαϊκή και τη ρομαντική ζωγραφική (Panagiotop) |
- προσωπογραφία ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας |
- ~ νατουραλισμός |
- δεν του φάνηκε σωστή η παρατήρηση ότι η τέχνη του Eρμού είναι ολότελα ακαδημαϊκή (Evangelidis) |
- άλλοτε το είπαν (το έργο αυτό) ακαδημαϊκή απόδοση παλιών κλασικών προτύπων (Andronikos) |
- νοσταλγός της ακαδημαϊκής ποίησης, ένας παλαμιστής (Tsatsos)
- ⓐ lacking originality:
- ακαδημαϊκό ύφος |
- ~ λόγος
- ③ general or theoretical or abstract, therefore deprived of practical application or of value, inconsequential:
- κάνουμε ακαδημαϊκή συζήτηση |
- η απορία δεν ήταν απλά ακαδημαϊκή (Terzakis) |
- οι εγγυήσεις αυτές ... κάνουν αισθητό ..., πως ... είχαν ακαδημαϊκή ουσιαστικά σημασία (id.)
[fr K ἀκαδημαϊκός, der of Aκαδημία]
- ① related to higher education, academic (syn της ανωτάτης παιδείας or ανωτάτων σχολών, πανεπιστημιακός):