Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαΐα η [akaía] Ο25 : η ιδιότητα αυτού που δεν καίγεται και ειδικότερα το φαινόμενο που παρατηρείται σε ορισμένα άτομα τα οποία, κάτω από ειδικές συνθήκες, δεν παθαίνουν εγκαύματα όταν έρχονται σε επαφή με τη φωτιά: Στα Aναστενάρια παρατηρείται το φαινόμενο της ακαΐας.
[λόγ. άκα(ος) -ία]



