Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακίνητα [acínita] adv
- immovably (syn χωρίς κίνηση):
- οι εραστές, οι έτσι ~ αφοσιωμένοι, δεν είναι οι εραστές της καλής ποιότητας (Tsatsos)
[der of ακίνητος]
- immovably (syn χωρίς κίνηση):



