Παράλληλη αναζήτηση
| 14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακή [ací] η, (L)
- point:
- ~ του στοχάστρου fore (or front) sight blade
[fr K ἀκή (Hesych., Souda)]
- point:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακηδεμόνευτος -η -ο [akiδemóneftos] Ε5 : που δεν τον κηδεμονεύουν. 1. (νομ.) που δε βρίσκεται υπό κηδεμονία1. 2. (μειωτ.) που δρα ελεύθερα και αυτεξούσια, που δε δέχεται την καθοδήγηση και τον έλεγχο προσώπων ή δυνάμεων που ασκούν επάνω του οποιαδήποτε μορφή εξουσίας: Aγωνίζονται για ένα συνδικαλισμό ακηδεμόνευτο από τα κόμματα.
ακηδεμόνευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκηδεμόνευτος `που δεν τον φροντίζουν΄ κατά τη σημ. της λ. κηδεμόνας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακηδεμόνευτος, -η, -ο [aci∂emóneftos]
- ① without a guardian, being not in legal tutelage (syn χωρίς κηδεμόνα, που δεν είναι σε κηδεμονία, ant κηδεμονευόμενος, υπό κηδεμονία):
- ~ ανήλικος
- ② abandoned, derelict (syn εγκαταλελειμμένος, παραμελημένος, απροστάτευτος):
- άφησε τα συμφέροντά μας ακηδεμόνευτα
[fr PatrG ἀκηδεμόνευτος 'uncared for', cpd w. *κηδεμονευτός: ByzG κηδεμονεύω 'be a guardian']
- ① without a guardian, being not in legal tutelage (syn χωρίς κηδεμόνα, που δεν είναι σε κηδεμονία, ant κηδεμονευόμενος, υπό κηδεμονία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακήδευτος -η -ο [akíδeftos] Ε5 : 1.που δεν τον κήδεψαν, δεν τον έθαψαν: Tον έχουν τρεις μέρες ακήδευτο, άταφο. 2. που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία· αδιάβαστος2: Tον έθαψαν ακήδευτο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκήδευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακήδευτος, -η, -o [ací∂eftos]
- not having had a funeral, without a funeral (syn που δεν κηδεύτηκε, χωρίς κηδεία):
- τον έθαψαν ακήδευτο
- ⓐ unburied:
- επνίγηκε στη θάλασσα, έμεινε ~
[fr K ἀκήδευτος 'unburied']
- not having had a funeral, without a funeral (syn που δεν κηδεύτηκε, χωρίς κηδεία):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακηδία η.
-
- Nωθρότητα ψυχική, έλλειψη πνευματικής εγρήγορσης, ολιγωρία, τεμπελιά:
- (Σπαν. B 516), (Gesprächb. 11322).
[αρχ. ουσ. ακηδία]
- Nωθρότητα ψυχική, έλλειψη πνευματικής εγρήγορσης, ολιγωρία, τεμπελιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακηδία [aci∂ía] η, (L)
- unconcern, indifference, carelessness, negligence (syn αμεριμνησία, αφροντισία, παραμέληση, ant έγνοια, ενδιαφέρον, μέριμνα):
- η ευθύνη εκείνων που γράφουν είναι μεγάλη απέναντι στην επίσημη ~ και τη διάχυτη ασυδοσία (Lambridi)
[for MG ακηδία ← Κ, PatrG ← AG]
- unconcern, indifference, carelessness, negligence (syn αμεριμνησία, αφροντισία, παραμέληση, ant έγνοια, ενδιαφέρον, μέριμνα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακηδιάζω.
-
- Γίνομαι νωθρός, αδιαφορώ:
- μηδέν ακηδιάζεις, μηδέν αχαμνίζεις (Gesprächb. 1918).
[<αόρ. του ακηδιώ]
- Γίνομαι νωθρός, αδιαφορώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- ακηδιώ.
-
- Δεν έχω διάθεση να υποστώ κ., βαριέμαι κ.:
- δέομαι τους αναγινώσκοντας … μήτε τον κόρον του λόγου ακηδιάσωσι (Kαναν. 12).
[μτγν. ακηδιάω]
- Δεν έχω διάθεση να υποστώ κ., βαριέμαι κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακηλίδωτος -η -ο [akilíδotos] Ε5 : 1.που δεν έχει κηλίδες, λεκέδες· αλέκιαστος: Aκηλίδωτο τραπεζομάντιλο / πουκάμισο. 2. (μτφ.) που δεν έχει σπιλωθεί, που είναι ηθικά άμεμπτος: Tο όνομά του / το παρελθόν του είναι ακηλίδωτο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκηλίδωτος]



