Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακέρια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ακέρια, επίρρ.
  • Eντελώς, στην εντέλεια, ολότελα:
    • αρμάτωσιν καβαλαριού ακέρια εξομπλισμένην (Φλώρ. 536).

[<επίθ. ακέριος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακέρια [acérja] adv
  • wholly, entirely, fully (syn ακέραια):
    • για ν' απολαύση κανείς ~ και τελειωτικά έναν ποιητή σαν τον Σ. ..., πρέπει να ξέρη να τον χαρή στην ίδια τη γλώσσα του (Palam) |
    • ο κοινωνικός χωρισμός αποδώ μορφωμένων και αποκεί βιομηχανικού και αγροτικού πλήθους είναι σχεδόν ~ συντελεσμένος (id.) |
    • να μια γυναίκα ... που κοινωνεί τόσο άμεσα και τόσο ~ τον ανθρώπινο πόνο (Panagiotop)

[fr MG ακέρια, der of ακέριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες