Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακένωτος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακένωτος, επίθ.
  • Aνεξάντλητος:
    • τους ακενώτους θησαυρούς (Δούκ. 10319).

[<στερ. α‑ + κενώ. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακένωτος -η -ο [akénotos] Ε5 : σε μεταφορικές χρήσεις, για κτ. από το οποίο μπορούμε να αντλούμε συνεχώς πνευματικά αγαθά, συνήθ. στην έκφραση πηγή ακένωτη, αστείρευτη: H εθνική μας παράδοση είναι πηγή ακένωτη ποιητικής εμπνεύσεως. H εκκλησιαστική υμνογραφία μας είναι πηγή ακένωτη γαλήνης / είναι μια ακένωτη πηγή από όπου αντλεί ο άνθρωπος γαλήνη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκένωτος `που δεν αδειάζει΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακένωτος, -η, -ο [acénotos]
  • ① unemptied (ant αδειασμένος):
    • ασκί ακένωτο (Voutyras) |
    • ακένωτο κύπελο πικριών |
    • poem βρήκε πάλι το σώμα του επιτέλους, |
    • ...|...| τα ένστικτα, πλούσιους ακένωτους κρατήρες (Decavalles)
  • ② inexhaustible, perennial (syn ανεξάντλητος, αστείρευτος):
    • βέβαια στα Λόγια της Πλώρης του K. πιο περίλαμπρα δηλώνεται ο γλωσσικός πλούτος και ο ~ θησαυρός των εικόνων (Palam) |
    • ο λαογραφικός θησαυρός έγινε η ακένωτη πηγή των θεμάτων (Panagiotop) |
    • η ιστορία για τον αισθητικό είναι μια ακένωτη πηγή μαρτυριών (δοκουμέντων) (Moustoxydis) |
    • (τα έργα του) είναι ακένωτη πηγή σφαλμάτων (Dimaras) |
    • τα μαλλιά της τα μελίχρυσα, τα χαλαρά, κρέμονταν σύμβολο μιας κρήνης ίσως, του πόθου του ακένωτου (Terzakis)
  • ③ unserved, not dished out, of cooked food (syn ασερβίριστος):
    • η σούπα είναι ακένωτη

[fr MG ακένωτος ← PatrG ακένωτος, cpd w. *κενωτός; cf δυσ-, ευ-, νεο-κένωτος, & K & PatrG (8th c. AD) κενωτ-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες