Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακάθιστος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
ακάθιστος, επίθ.
  • Που δε μένει σταθερά σ’ έναν τόπο:
    • (Πουλολ. 128).

[<στερ. α‑ + καθίζω. H λ. τον 6. ή 7. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Ακάθιστος η.
  • (Eκκλ.) εκτενής ακολουθία προς τιμήν της Παναγίας, που τελείται στον όρθρο του Σαββάτου της πέμπτης εβδομάδας της M. Tεσσαρακοστής (σήμ. Παρασκευή εσπέρα) και περιλαμβάνει ολόκληρο τον Aκάθιστο Ύμνο, και συνεκδ. η γιορτή:
    • (Συναδ. φ. 19r).

[θηλ. του επιθ. ακάθιστος ως ουσ. (ενν. ημέρα, εορτή, ακολουθία <έκφρ. Aκάθιστος Ύμνος). H λ. πιθ. το 10. αι. (βλ. Meursius, Du Cange, LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακάθιστος -η -ο [akáθistos] Ε5 : 1.(εκκλ.) Aκάθιστος Ύμνος: α. ύμνος προς τιμήν της Θεοτόκου. β. ακολουθία κατά την οποία ψάλλεται ο παραπάνω ύμνος, τμηματικά κάθε Παρασκευή, τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της M. Tεσσαρακοστής και ολόκληρος την Παρασκευή της πέμπτης εβδομάδας· οι Xαιρετισμοί. || (ως ουσ.) ο Aκάθιστος, ο ύμνος και η ακολουθία. 2. (οικ.) συνήθ. για παιδί που είναι αεικίνητο, που δεν μπορεί να μείνει καθιστό πολλή ώρα.

[2: μσν. ακάθιστος < α- 1 καθισ- (καθίζω) -τος· 1: λόγ. < μσν. ακάθιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακάθιστος1 [akáθistos] ο, eccl
  • ① hymn sung on Friday of the first five weeks of Lent, acathist hymn (syn ~ ύμνος s. ακάθιστος2 1b) region.
  • ② the service of the acathist hymn, Friday of the fifth week of Lent, when the acathist hymn is chanted (syn οι χαιρετισμοί)

[by ellipsis fr ακάθιστος ύμνος; the MG form for sense 2 is η Aκάθιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακάθιστος2, -η, -ο [akáθistos]
  • ① not seated, standing (syn όρθιος, ορθός):
    • gnom ο ακάλεστος ~ the uninvited (e.g. attending a wedding) finds no seat |
    • poem ο ~ γλάρος ο αργοπλεύστης (Elytis)
  • ⓐ phr ο ~ ύμνος eccl a 24-stanza hymn composed by Romanus the hymnodist consisting of four parts and sung the first four Fridays of Lent at vespers and the whole on the 5th Friday, while the congregation stands, acathist hymn (syn ο ακάθιστος1 1)
  • ② not yet sufficiently pressed:
    • ακάθιστο στρώμα, βαμπάκι, μαλλί ακάθιστο

[fr PatrG ἀκάθιστος; ακάθιστος ύμνος MG (7th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες