Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιώρηση η [eórisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αιωρούμαι: H ~ του ανθρώπινου σώματος στο μονόζυγο. 2. (φυσ.) α. η κίνηση που κάνει ένα σώμα κρεμασμένο από ένα σταθερό σημείο, όταν δεχτεί την επίδραση μιας δύναμης: H ~ του εκκρεμούς. Aπλή / διπλή ~. Περίοδος / πλάτος της αιώρησης. β. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους από απόψεως ποιότητας, ποσότητας ή κατευθύνσεως: H ~ της μαγνητικής / ηλεκτρικής ενέργειας.
[λόγ.: 1: αρχ. αἰώρη(σις) `κίνηση δεξιά αριστερά΄ -ση· 2: σημδ. γαλλ. oscillation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιώρηση [eórisi] η, gen αιώρησης & L αιωρήσεως
- ① swinging in the air, swing (syn κίνηση στον αέρα):
- ~ εκκρεμούς swing of a pendulum |
- η διάρκεια της αιώρησης στο εκκρεμές είναι ανεξάρτητη από το πλάτος της (Theodoridis) |
- ~ ελικοπτέρου hovering of a helicopter
- ② gym & athl sweeping motion of body or limbs, swing:
- ~ των χεριών arm swing
- ⓐ oscillating movement, rocking motion (syn ταλάντευση)
- ⓑ teetering
- ③ fig change back and forth, oscillation:
- η περιοδική ~ του φιλοσοφικού στοχασμού από τον ορθολογισμό στον εμπειρισμό και από τούτον πάλι προς τον ορθολογισμό (Papanoutsos) |
- poem ~ μοναχικής στιγμής στο πριν και μετά της θυσίας (Anagnostakis) (το πριν and το μετά used as nouns)
[fr AG αἰώρησις]
- ① swinging in the air, swing (syn κίνηση στον αέρα):



