Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιώνια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιώνια [eónia] adv
  • for time unending, incessantly, timelessly, everlastingly, forever, eternally (syn αιωνίως, παντοτινά, επ' άπειρον, διαρκώς):
    • ~ νέος |
    • ~ ανήσυχος, ~ ακαταπόνητος |
    • θα σ' αγαπώ ~ |
    • τ' όνομά του θα μείνη ~ στην ανθρωπότητα |
    • ~ γλαυκός ουρανός |
    • δε θα διαρκέση ~ |
    • η ψυχή ζη ~ |
    • μοχθούμε ~ |
    • folkt να πας και συ στην κόλαση να κολάζεσαι ~ (Megas) |
    • μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κ' ~ ξεκορμίζει (Kazantz) |
    • ωριμάζει αλάκερος ... ~ με το Σύμπαντο (id.) |
    • θεωρεί το κήρυγμά του ~ επίκαιρο (Papanoutsos) |
    • πηγή νερού που αναβρύζει ~ (KParaschos) |
    • τις βορεινές χώρες ... τις σκεπάζει ένας ουρανός ~ μολυβένιος (Ouranis) |
    • οι μεγάλοι απελπισμένοι, οι διψασμένοι ~ κ' οι ~ ανικανοποίητοι (Panagiotop) |
    • folks. φεύγω ~, μάνα μου, για να μην έρθω πίσω (Theros) |
    • poem όμως σ' εσέ το θρόνο μου ~ θεμελιώνω (Palam) |
    • η γη σου καθρεφτίζεται στο πέλαγο ο ουρανός (Mavilis) |
    • ... Σύριγγα, |
    • που ο ήχος σου θα μας μαθαίνη |
    • ~ πως ο Παν δεν πέθανε (Skipis)

[der of αιώνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες