Παράλληλη αναζήτηση
| 29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχρο- [esxro] & αισχρό- [esxró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. αισχρός ως α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά: ~κέρδεια, αισχρόλογο· ~κερδής. || σε αντικειμενικά σύνθετα: ~δίκης, ~λόγος.
[λόγ. < αρχ. αἰσχρο- θ. του επιθ. αἰσχρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. αἰσχρο-λογῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρόβιος1 [esxróvios] ο,
- debauchee, libertine, loose liver
[fr αισχρόβιος (3rd-4th c.AD), cpd of αισχρός βίος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρόβιος2, -α, -ο [esxróvios]
- living shamefully, debauched, licentious, profligate.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρογράφημα [esxroγráfima] το,
- shameful writing:
- τα αισχρογραφήματα μεγαλοποιούν και τα μικρά, για να δώσουν την εντύπωση που επιδιώκουν (Papanoutsos)
[der of *αισχρογραφώ]
- shameful writing:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχροδικείο [esxro∂icío] το, law
- special court at which are handled suits concerning profiteering
[der of *αισχροδίκης; cf πλημμελειοδικείο, πταισματοδικείο fr πλημμελειο-, πταισματο-δίκης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχροκέρδεια η [esxrokérδia] Ο27 : επιδίωξη και ιδίως επίτευξη υπερβολικού κέρδους με παράνομα ή ανήθικα μέσα· (πρβ. κερδοσκοπία): H ~ των μεσαζόντων / εμπόρων / εργολάβων. Διατάξεις του νόμου για την πάταξη της αισχροκέρδειας.
[λόγ. < αρχ. αἰσχροκέρδεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχροκέρδεια [esxrocér∂ia] η, (L)
- illicit (sordid), i.e. excessive or deceitful, gain, profiteering (syn αθέμιτη κερδοσκοπία):
- η ~ των εμπόρων είναι γνωστή σ' εποχή πολέμου
[der of αισχροκερδής]
- illicit (sordid), i.e. excessive or deceitful, gain, profiteering (syn αθέμιτη κερδοσκοπία):
[Λεξικό Κριαρά]
- αισχροκερδής, επίθ.· αισχροκέρδης.
-
- Aισχροκερδής:
- (Eρμον. Θ 127).
[αρχ. επίθ. αισχροκερδής. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Aισχροκερδής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχροκερδής -ής -ές [esxrokerδís] Ε10 : (σπάν.) που έχει σχέση με την αισχροκέρδεια· (πρβ. κερδοσκοπικός).
[λόγ. < αρχ. αἰσχροκερδής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχροκερδής1 [esxrocer∂ís] ο, η,
- profiteer
[fr K, AG αἰσχροκερδής; cf MG αισχροκέρδης]



