Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθητής ο [esθitís] Ο7 : (σπάν.) οπαδός του αισθητισμού.

[λόγ. < αρχ. αἰσθητής `που αντιλαμβάνεται΄ σημδ. γαλλ. esthète < esthétique = αισθητική]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθητής [esθitís] ο,
  • esthete (syn εστέτ):
    • poem στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου |
    • σαν ~ (Kavafis) |
    • "ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα |
    • γητεύματος," είπ' ένας ~ (id.)

[backform. fr Eng aesthete; cf Platonic αισθητής 'one who perceives']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες