Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αισθησιακά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αισθησιακά [esθisiaká] adv
  • sensually, carnally (syn φιλήδονα):
    • ~ προκλητική |
    • γυναίκες που μόνον ποθούν ~ (Thrylos) |
    • τραγούδησε τη γυναίκα ~ (Melas) |
    • η γοητεία της ερήμου ενεργεί συχνά ~ σε πολλές Aγγλίδες κι Aμερικανίδες περιηγήτριες (Ouranis) |
    • είμαστε ~ ή οπωσδήποτε εξωαισθηματικά επηρεασμένοι (Tsatsos)

[der of αισθησιακός; cf kath αισθησιακώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go