Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματισμός ο [esθimatizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η αισθηματολογία.
[λόγ. αισθηματ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. sentimentalisme]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματισμός [esθimatizmós] ο,
- sentimentality in behavior and expression, emotional behavior (syn αισθηματολογία):
- άβαθος or κακόγουστος ~ |
- εύκολοι λυρικοί αισθηματισμοί |
- τρυφερή δίχως συμβατικούς αισθηματισμούς (Roufos) |
- ρομαντική ύπαρξη, πλημμυρισμένη από αισθηματισμό (Roussos) |
- πώς πήδησε ο Bοκκάκιος από πέλαγος του άκρατου υποκειμενικού αισθηματισμού στο "Δεκαήμερο" ...; (Kanellop)
[der of αίσθημα w. suff -ισμός]
- sentimentality in behavior and expression, emotional behavior (syn αισθηματολογία):



