Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αισθηματικότητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθηματικότητα η [esθimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αισθηματικού.

[λόγ. αισθηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθηματικότητα [esθimatikótita] η, (& L αισθηματικότης)
  • ① tender feelings, sentimentality, sentimentalism:
    • η αισθηματικότητά του είναι πληγωμένη |
    • προτιμά τη γλωσσική συντηρητική ~ των "Φιλικών Γραμμάτων" (Palam) |
    • απομακρύνεται από την ~, τους πόθους, τις ενδιάθετες ροπές γύρω του (Chourmouzios) |
    • έτσι δε θα είχαμε ούτε μικροσυγκινήσεις ούτε αισθηματικότητες (VDaskalakis)
  • ② romantic, idealized love affair:
    • εκείνη ενεργούσε μέσον μου, τρέφοντας το τέρας της αισθηματικότητας (KPolitis)

[der of αισθηματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go