Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αισθαντικότητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθαντικότητα η [esθandikótita] Ο28 : ψυχική ευαισθησία, συναισθηματισμός: Γυναικεία / καλλιτεχνική ~. H αρχαία τραγωδία ερεθίζει την ~ των θεατών.

[λόγ. αισθαντικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθαντικότητα [esθandikótita] η, (& L αισθαντικότης)
  • cultivated taste, sensitiveness (syn ευαισθησία):
    • γυναικεία ~ |
    • ψυχική ευαισθησία, ~ |
    • η τραγωδία ερεθίζει την ~ των θεατών |
    • γράφω σε πρόσωπα που ... η αισθαντικότης των έχει κάποιαν αναλογία με τη δική μου (Palam) |
    • ωραία είναι ... μια δράση που θέτει σε κίνηση την εσωτερική μας ζωή και στις τρεις μορφές της συγχρόνως (~, διανόηση και βούληση) (Papanoutsos) |
    • η αισθαντικότητά μας είναι αναμφισβήτητα προγενέστερη από τη διάνοιά μας (id.) |
    • με την προϋπόθεση πάντα της αισθαντικότητας έρχεται και η τεχνική καλλιέργεια (Karantinos) |
    • ο άνθρωπος δεν έχει πανεπάρκεια σε αποκαλυπτική ~ για τις αντίστοιχες αξίες (Despotop) |
    • ο Άγρας φιλτράρει τα πιο κοινά πράγματα στη λεπταίσθητη αισθαντικότητά του (Peranthis)

[der of αισθαντικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go