Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αινιγματωδώς, επίρρ.· ’νιγματωδώς, (Aπολλών. 681).
-
[αρχ. επίρρ. αινιγματωδώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματωδώς [eniγmato∂ós] adv
- obscurely, enigmatically:
- στα πρώτα του ποιήματα διακρίνεται ~ η κατεύθυνση τούτη (Papatsonis)
[fr AG; the MG form νιγματωδώς in Apollonius of Tyre]
- obscurely, enigmatically: