Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αινιγματικότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αινιγματικότητα η [eniγmatikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αινιγματικός: H ~ των λόγων / των πράξεων / της συμπεριφοράς κάποιου.

[λόγ. αινιγματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αινιγματικότητα [eniγmatikótita] η,
  • obscurity, mysteriousness, inexplicability, enigmaticness (syn σκοτεινότητα, το μυστηριώδες) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες