Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμόσταση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμόσταση η [emóstasi] Ο33 & αιμοστασία η [emostasía] Ο25 : (ιατρ.) διακοπή της αιμορραγίας: H συνεχόμενη ραφή επιφέρει συντομότερη ~ του τραύματος. Φυσιολογική / αυτόματη / τεχνητή / προσωρινή ~.

[λόγ. < γαλλ. hémostase < ελνστ. αἱμόστα(σις) `στυπτικό φάρμακο΄ -ση· λόγ. αιμόστασ(ις) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμόσταση [emóstasi] η, (& L αιμόστασις)
  • stopping of bleeding, hemostasis (syn L επίσχεση της αιμορραγίας) .
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go