Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοφιλικός -ή -ό [emofilikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αιμοφιλία: Aιμοφιλική κληρονομικότητα. Aιμοφιλικές τάσεις. || (ως ουσ.) ο αιμοφιλικός, αυτός που πάσχει από αιμοφιλία.
[λόγ. < αγγλ.(;) hemophilic < hemo phil(ia) = αιμοφιλ(ία) -ic = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοφιλικός1 [emofilikós] ο,
- hemophiliac:
- (syn in αιμόφιλος) .
- hemophiliac:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοφιλικός2, -ή, -ό [emofilikós]
- suffering fr hemophilia:
- μια αιμοφιλική νέα παραιτείται από το γάμο της με τον νέο που αγαπά (Sachinis).
- suffering fr hemophilia:



