Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμορροούσα [emoroúsa] η, ppr
- bleeding, also fig:
- (ξεσκάλισε) τη φοβερή κ' ~ λαβωματιά (Panagiotop) |
- το πρόβλημα τούτο κατάντησε μια ~ πληγή για τη χώρα |
- προσπαθούσε να κρύψη τις αιμορροούσες πληγές του ... απ' αυτές έβγαινε η ποίησή του (Chatzinis) |
- (εκεί θα ανοιγόταν) μια τρίτη πολεμική πηγή ~ (Roussos) |
- | noun ~ η, (L) hemorrhaging woman.
- bleeding, also fig:



