Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμορροούσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιμορροούσα [emoroúsa] η, ppr
  • bleeding, also fig:
    • (ξεσκάλισε) τη φοβερή κ' ~ λαβωματιά (Panagiotop) |
    • το πρόβλημα τούτο κατάντησε μια ~ πληγή για τη χώρα |
    • προσπαθούσε να κρύψη τις αιμορροούσες πληγές του ... απ' αυτές έβγαινε η ποίησή του (Chatzinis) |
    • (εκεί θα ανοιγόταν) μια τρίτη πολεμική πηγή ~ (Roussos) |
    • | noun ~ η, (L) hemorrhaging woman.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες