Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμορροΐδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμορροΐδα η [emoroíδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : παθολογική διεύρυνση των φλεβών του πρωκτού ή του κάτω άκρου του παχέος εντέρου, η οποία συνοδεύεται από φλεγμονή και θρόμβους· ζοχάδα: Εσωτερικές / εξωτερικές αιμορροΐδες. Θεραπεία των αιμορροΐδων.

[λόγ. < αρχ. αἱμορροΐς, αιτ. -ίδα (συνήθ. πληθ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go