Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμομειξία
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αιμομειξία [emomiksía] η, (sp also αιμομιξία)
  • inbreeding, consanguinity, incest, incestuousness:
    • διέπραξε ~he committed incest |
    • δυο αδέλφια μπορούσαν να χορεύουν, χωρίς να περνά από το νου κανενός ούτε η πιο αόριστη ιδέα μιας συμβολικής αιμομειξίας (Xenop) |
    • είναι έτοιμος να φτάση στο τερατώδες τέρμα της αιμομειξίας (Melas) |
    • Μωαβίτες, δολερή φυλή, καταραμένος σπόρος της αιμομειξίας του Λωτ με την κόρη του (Roufos)

[fr MG αιμομειξία (6th c. AD), cpd w. μειξ- of μείγνυμι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go