Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμοδότης
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμοδότης ο [emoδótis] Ο10 θηλ. αιμοδότρια [emoδótria] Ο27 : αυτός που δίνει με τη θέλησή του μία ποσότητα από το αίμα του, η οποία θα χρησιμοποιηθεί για μετάγγιση σε άρρωστο: Εθελοντής ~. Xρειαζόμαστε αίμα αλλά δε βρίσκουμε αιμοδότες.

[λόγ. < μσν. αιμοδότης `που συντελεί στη δημιουργία αίματος΄ < αιμο- + -δότης σημδ. γαλλ. donneur de sang· λόγ. αιμοδό(της) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμοδότης [emo∂ótis] ο, αιμοδότρια [emo∂ótria] η,
  • blood donor.
[Λεξικό Γεωργακά]
αιμοδότηση [emo∂ótisi] η,
  • blood transfusion:
    • όποιος έχει πίεση του παίρνουν αίμα· το αίμα το χρησιμοποιούν για ~ (Sfakianakis).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go