Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιματοκύλισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματοκύλισμα το [ematokílizma] & αιματοκύλημα το [ematokílima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αιματοκυλίζω.

[αιματοκυλισ- (αιματοκυλίζω), αιματοκυλη- (αιματοκυλώ) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματοκύλισμα [ematocílizma] το, (& ματοκύλισμα)
  • bloodshed, massacre, carnage (syn αιματηρή σύρραξη, αιματοχυσία, μακελιό, σκοτωμός, σφαγή, φονικό):
    • τέτοιο φοβερό ματοκύλισμα δεν ξαναγίνεται |
    • το ~ με τον εχθρό αποτελεί μια συνηθισμένη κατάσταση |
    • προς τι να ταλαιπωρούμε τον τόπο με ... αναστατώσεις κ' αιματοκυλίσματα; (Theotokas)

[der of αιματοκυλίω & -λίζω; cf ματοκυλισιά in Erotokr]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go