Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματοκρίτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματοκρίτης ο [ematokrítis] Ο10 : (φυσιολ., ιατρ.) η εκατοστιαία αναλογία του όγκου των αιμοσφαιρίων στο αίμα: Xαμηλός / υψηλός ~. Έλεγχος / προσδιορισμός του αιματοκρίτη.

[λόγ. < διεθ. haemato- = αιματο- + -crit < αρχ. κριτ(ής) -ης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματοκρίτης [ematokrítis] ο, physiol & med
  • hematocrit, centrifuge used to measure the volume of corpuscles and plasma in blood

[cpd w. κριτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες