Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιματοκήλη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματοκήλη η [ematokíli] : Ο30α (ιατρ.) συγκέντρωση αίματος σε φυσική κοιλότητα ή σε σχισμή των ιστών του σώματος.

[λόγ. < διεθ. haemato- = αιματο- + αρχ. κήλη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματοκήλη [ematocíli] η, med
  • hematocele

[cpd w. κήλη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go