Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμαγγείωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμαγγείωμα το [emangíoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος που σχηματίζεται κάτω από το δέρμα και αποτελείται από αιμοφόρα αγγεία.

[λόγ. < νλατ. hemangioma < hem(o)- = αιμ(ο)- + angioma = αγγείωμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go