Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθριάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθριάζω [eθriázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) γίνομαι αίθριος. 1. (για καιρικές συνθήκες) για σύννεφα που απομακρύνονται: Aιθριάζει ο ουρανός. Aιθριάζει ο καιρός, ξανοίγει. 2. (μτφ.) γίνομαι ήσυχος: Aιθριάζει το πρόσωπο κάποιου. Aιθριάζει ο πολιτικός ορίζοντας / η πολιτική κατάσταση. || (λογοτ.): Aιθριάζει ο νους / η ψυχή κάποιου, ησυχάζει, γαληνεύει.

[λόγ.: 1: αρχ. αἰθριάζω· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιθριάζω [eθriázo]
  • ① intr become cloudless or clear, clear up, get brighter, of weather (syn καθαρίζω, καλοσυνεύω, ξανοίγω, ξαστερώνω, ant συννεφιάζω):
    • αιθριάζει (αιθρίασε) ο καιρός it has cleared up |
    • αιθρίασε ο ουρανός (syn ξαστέρωσε) |
    • poem είναι που αιθρίασεν ο ουρανός χήτη του Πήγασου, ξανθή | του Παρθενώνα μοίρα (Karyotakis)
  • ⓐ metonym δεν μπορώ να κάμω να αιθριάση, να ξαστερώση ο συγνεφιασμένος ουρανός του είναι σου (Palam)
  • ② fig brighten up, become calm and serene, improve considerably (syn αστράφτω, λάμπω, ηρεμώ):
    • ο πολιτικός ορίζοντας (L ορίζων) αιθριάζει |
    • αιθρίασε το πρόσωπό του, μόλις είδε το δέμα, χαμογέλασε σχεδόν (Xenop) |
    • ανοίξιασε κ' η δική του καρδιά, αιθρίασε κι ο δικός του ο νους, καθώς τα 'ζησε (τα "Xελιδόνια" του) στίχο το στίχο (Panagiotop)

[fr αίθριος (καιρός) 'clear, bright'; cf AG (&PatrG) 'expose to the (clear) air']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες