Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιθέρας
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιθέρας [eθéras] ο, (L) (dial & poet αθέρας)
  • ① the uppermost layers of the atmosphere, upper air, heaven, ether:
    • ουράνιος ~ |
    • η πρώτη ρόδινη αεροπλημμύρα απλωνότανε τώρα από τον αιθέρα στις ψηλές κορφές (Nirvanas) |
    • ισόθεος ... διαλεγόσουν εκστατικά με το γαλάζιο διάφανον αιθέρα και τον ήλιο (Roufos) |
    • poem ... στον αστρώδην αιθέρα | βασιλεύει γλαυκή σιγαλιά (Solom) |
    • κοίταξα τον αιθέρα τ' ουρανού κ' ήτανε θυμωμένος (Seferis) |
    • κι αποχαιρέτησα το φως |...| τον ορίζοντα, | τον ουρανό και τον αιθέρα (Skipis) |
    • ... με προσμένει μια φωτιά μεγάλη, γινωμένη |...||...|... απ' των αιθέρων | τη λάμψη κλ (Vrettakos)
  • ⓐ generally the space above, sky, usu pl αιθέρες οι, (syn ακρούρανο, επουράνια, μεσούρανα, ουρανοί):
    • φωτεινός, ξάστερος, διάφανος, γαλάζιος, γλαυκός ~ |
    • θάλασσα, γη κ' ~ |
    • η συννεφιά που κρέμονταν στον αιθέρα (Christovasilis) |
    • γλάροι ζυγιζόντουσαν στον αιθέρα (Kokkinos) |
    • τα πουλιά που πετούσανε λαλώντας στο γλαρόν αθέρα (Rotas) |
    • poem εις τον ήσυχον αιθέρα | τώρα αθώα δεν αντηχεί | τα λαλήματα η φλογέρα (Solom) |
    • γιορτάζει ποια αποθέωση στα βάθη του ο ~; (Palam) |
    • ... και πνίγει την ημέρα | στη στάλα του, αγναντεύοντας μια νύχτα στον αθέρα (Sikel) |
    • αλλά ποιο θείο θαλασσοπούλι, πελάγου ανάμεσα και αθέρα | τα φέγγη ...| τα γεύτηκε ...; (Malakasis) |
    • μόνος εκίνησα | για το μακρύ | ταξίδι σαν της σάλπιγγας μες στους αιθέρες! (Elytis)
  • ② philos (Aristotle) the fifth element, quintessence, ether
  • ⓑ fig superb quality of sth:
    • ~ μοναχός οι καλοτσιτωμένες κάλτσες, ολομέταξες (Melas) |
    • poem ... και θα ξεχνούσες | αγνάντια στην ύλη πως ήσουν ~ (Papantoniou)
  • ③ chem colorless and volatile fluid used as solvent and anesthetic, ether

[fr AG αἰθήρ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθέρας 1 ο [eθéras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : η ευρύτερη περιοχή του ουρανού, ιδίως όταν αυτός είναι καθαρός: Φωτεινοί / διάφανοι / γαλάζιοι αιθέρες. Tο αεροπλάνο πετά στους αιθέρες, στα ύψη. Ο ήλιος ανέβαινε αργά στον αιθέρα.

[λόγ. < αρχ. αἰθήρ, αιτ. -έρα `ο (καθαρός) ουρανός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθέρας 2 ο : εύφλεκτο και άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική οσμή και μεγάλη πτητικότητα, που χρησιμοποιείται κυρίως ως αναισθητικό ή αντισηπτικό. || (χημ., πληθ.) σειρά από οργανικές ενώσεις, στην οποία ανήκει και ο κοινός αιθέρας: Aπλοί / μεικτοί αιθέρες. Φυσικές / χημικές ιδιότητες των αιθέρων.

[λόγ. < γαλλ. éther (στη νέα σημ.) < λατ. aether < αρχ. αἰθήρ (δες αιθέρας 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθέρας 3 ο : (φυσ.) η υποθετική ουσία που, σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν στη φυσική το 19ο αι., καταλάμβανε όλο το χώρο και αποτελούσε το μέσο διάδοσης του φωτός και των άλλων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: H θεωρία του αιθέρα εγκαταλείφθηκε μετά τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας.

[λόγ. < γαλλ. éther (στη νέα σημ.) < λατ. aether < αρχ. αἰθήρ (δες αιθέρας 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go