Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιδοιολειχία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιδοιολειχία η [eδiolixía] Ο25 : επαφή του αιδοίου με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής.

[λόγ. αιδοί(ον) -ο- + αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ία μτφρδ. νλατ. cunnilingus (για την πράξη) < λατ. cunnilingus (για το άτομο που κάνει την πράξη) (πρβ. ελνστ. αἰδοιλείκτης για το άτομο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go