Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιδοιικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιδοιικός -ή -ό [eδiikós] Ε1 : (ανατ.) που βρίσκεται στο αιδοίο ή που γενικά έχει σχέση με αυτό: Aιδοιική σχισμή. Aιδοιικές φλέβες / αρτηρίες. Aιδοιικά νεύρα.

[λόγ. < ελνστ. αἰδοιϊκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go