Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγυπτιακά [eyiptiaká] adv
- in the Egyptian manner:
- poem κ' οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή | κ' ενθουσιάζονταν κ' επευφημούσαν | ελληνικά κ' ~ και ποιοι εβραίικα (Kavafis)
[der of αιγυπτιακός]
- in the Egyptian manner:



