Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιγυπτιακά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αιγυπτιακά [eyiptiaká] adv
  • in the Egyptian manner:
    • poem κ' οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή | κ' ενθουσιάζονταν κ' επευφημούσαν | ελληνικά κ' ~ και ποιοι εβραίικα (Kavafis)

[der of αιγυπτιακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go