Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιγοβοσκός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιγοβοσκός ο [eγovoskós] Ο17 : (λόγ.) βοσκός κατσικιών.

[λόγ. < ελνστ. αἰγοβοσκός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιγοβοσκός [eγovoskós] ο, (L) rare
  • goatherd (syn γιδάρης, γιδάς, γιδοβοσκός):
    • poem τα πρόβατα κ' οι αιγοβοσκοί που πέρναγαν πού να 'ναι (Kovvatzis)

[fr late K αἰγοβοσκός in pap (6th c. AD) & gloss]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go