Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγιαλίτιδα [ejialítiδa] Ε (βλ. Ο28) : μόνο στο νομικό όρο ~ ζώνη*.
[λόγ. < ελνστ. αἰγιαλῖτις, αιτ. -ιδα (ενν. γῆ) `που ανήκει στο γιαλό΄ σημδ. αγγλ. littoral zone ή γαλλ. zone cἄtière]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγιαλίτιδα [eyialíti∂a] f adj phys, geogr & naut,
- of the shore, coastal (syn παραθαλάσσιος, παράκτιος, παράλιος):
- ~ θάλασσα sea shelf |
- ~ (L αιγιαλίτις) ζώνη the sea embracing the coastal zone or territorial waters (syn L χωρικά ύδατα)
[fr K αἰγιαλῖτις (& αἰγιαλῖτις γῆ), f of AG adj αἰγιαλίτης]
- of the shore, coastal (syn παραθαλάσσιος, παράκτιος, παράλιος):