Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιγαιακός, επίθ.
-
- Που ανήκει στο Aιγαίο πέλαγος:
- (Θεολ., Tζίρ. 35817).
[<τοπων. Αιγαίον (πέλαγος) + κατάλ. ‑ακός]
- Που ανήκει στο Aιγαίο πέλαγος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγαιακός -ή -ό [ejeakós] Ε1 : που αναφέρεται στην περιοχή του Aιγαίου πελάγους· αιγαιοπελαγίτικος: Ο ~ χώρος / πολιτισμός. Ο ~ τύπος ανθρώπου ανήκει στον ευρύτερο μεσογειακό.
[λόγ. Aιγαί(ον) -ακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγαιακός, -ή, -ό [eyeakós] anthrop
- of the area of the Aegean Sea, Aegean:
- ~ τύπος, αιγαιακή ποικιλία Aegean type, variety |
- ο μεσογειακός (με την περιορισμένη έννοια της λέξεως) συμπεριλαμβάνει τον κεντροελλαδικό (και νοτιο-ελλαδικό) και τον αγαιακό τύπο (Poulianos)
[fr LMG αιγαιακός, der of Aιγαίον]
- of the area of the Aegean Sea, Aegean:



