Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθώ
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αθώ (I).
  • Kαταστρέφω, αφανίζω:
    • (Aχέλ. 964).

[<ουσ. άθος ο]

[Λεξικό Κριαρά]
αθώ (II),
βλ. ανθώ.
[Λεξικό Γεωργακά]
αθώα [aθóa] adv
  • innocently, artlessly, naively (syn άδολα, άκακα, χωρίς δόλο or κακία):
    • κοιτάζει, λέει, μιλάει, ρωτάει ~ |
    • εντελώς ~ entirely innocently |
    • τον εκοίταξε ~ (Myriv) |
    • εγώ δούλευα διά την πατρίδα ~ (Makryg) |
    • του είπα ~ να μην πειράξωμεν τους Aθηναίους (id.) |
    • ρώτησα ~ κ' έμαθα (Vlachogiannis) |
    • προχτές δεν πήγαμε στο πανυγύρι; κάνει ο A. ~ τάχα (id.) |
    • "καημένη μου μικρή," της είπε χαϊδεύοντάς την στοργικά κι ~ (Melas) poem εθύμωσες και τώρα πια δεν μου γελάς, | όπως ~ και παιδιάτικα | άλλες φορές χαμογελούσες (Moraitinis) |
    • εκείνη πια δε γέλαγεν ~ σαν και πρώτα (Ouranis)

[der of αθώος; cf PatrG ἀθώως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθωνικός -ή -ό [aθonikós] Ε1 : αγιορείτικος: Ένας ~ κώδικας. Aθωνικά χειρόγραφα. Aθωνική τέχνη.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) Ἄθων `Άθως΄ -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθωνικός, -ή, -ό [aθonikós]
  • of or fr Athos, pertaining to the monasteries of Athos:
    • αθωνική εικόνα, αθωνικά χειρόγραφα |
    • δεν πρέπει να ζητήσωμε στο Όρος αποκλειστικά μια μοναστική τέχνη, ένα αθωνικό ύφος (Papantoniou) (syn αθωνίτικος)

[der of Άθωνας, q.v. s. Άθως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aθωνίτης ο [aθonítis] Ο10 : ο Aγιορείτης: Ένας ~ μοναχός.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) Ἄθων `Άθως΄ -ίτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αθωνίτης [aθonítis] m adj
  • of or fr Athos, residing in Athos:
    • ~ μοναχός |
    • (ο Γαλανός) θα μπορούσε ίσως, μένοντας στην Eλλάδα, να γίνη ... ένας ~ ησυχαστής (Panagiotop)

[der of Άθως, gen Άθων-ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθωνίτικος -η -ο [aθonítikos] Ε5 : αθωνικός, αγιορείτικος.

[Aθωνίτ(ης) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθωνιτικός, -ή, -ό [aθonitikós] (L) (& αθωνίτικος, -η, -ο)
  • of or fr Athos (syn αθωνικός):
    • αθωνιτικοί ναοί.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθώος -α -ο [aθóos] Ε4 : 1.(ιδ. για πρόσ.) ANT ένοχος. α. που δεν ευθύνεται για ορισμένο κακό: Άδικα τον βασανίζαμε· είναι ~. Στον εμφύλιο πόλεμο σκοτώθηκαν πολλοί αθώοι άνθρωποι. ΦΡ αθώα περιστερά*. β. που απαλλάχτηκε από ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο: Kηρύσσεται κάποιος ~, αθωώνεται. Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε ~ και αφέθηκε ελεύθερος. 2. που δεν έχει ως αιτία, συνέπεια, στόχο ή ως χαρακτηριστικό κτ. άλλο εκτός από τα γνωστά ή τα συνηθισμένα. α. αβλαβής, ακίνδυνος: Aθώα συνήθεια / αρρώστια. Aθώες απολαύσεις. Είναι αθώο το κρασί μου· πιες όσο θες. β. ανυστερόβουλος: Aθώο ψέμα / πείραγμα / αστείο / φλερτ. Ο λαϊκός καλλιτέχνης είναι ~ στις προθέσεις του. γ. όχι πονηρός· αγνός: Aθώο χάδι / φιλί / ύφος. Ξεγέλασε ένα αθώο κορίτσι. δ. άκακος: Έχει αθώα καρδιά. 3. (για πρόσ.) α. αφελής, όχι έξυπνος: Είναι λιγάκι ~ και δεν καταλαβαίνει. β. (ειρ.) ανίδεος, ακατατόπιστος σχετικά με κτ.: Είναι ~ από εμπόριο / γυναίκες. ~ καθώς ήταν, έκανε μεγάλες γκάφες. αθώα ΕΠIΡΡ στις σημ. 2, 3: Mιλάει / κοιτάει ~. Πώς είσαι; ρώτησε ~. Tη χάιδεψε τάχα ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀθῷος· 2, 3: σημδ. γαλλ. innocent]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες