Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αθρακιά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αθρακιά [aθracá] η, (& θρακιά) region. & lit
  • heap of live coals (syn in αθάλη 2):
    • ζεστή κουλούρα ... που ... η μάνα την έψησε στην ~ (Vlachogiannis) |
    • η φλόγα ... αδυνάτισε λίγο λίγο, ίσαμε που απόμεινε η ~ μονάχα (Vlami)

[fr MG ανθρακιά ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go