Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αθίγγανος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθίγγανος ο [aθíŋganos] Ο20 θηλ. αθιγγανίδα [aθiŋganíδa] Ο26 : (λόγ.) ο τσιγγάνος.

[λόγ. < μσν. αθίγγανος < ατσίγγανος παρετυμ. α- 1 αρχ. θιγγάνω `αγγίζω΄ (πρβ. μσν. αθίγγανος `μέλος χριστιανικής αίρεσης΄)· λόγ. αθίγγαν(ος) -ίς > -ίδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αθίγγανος [aθίŋganos] ο, (L)
  • Gypsy. Cf τσίγγανος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go