Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθήρι [aθíri] το, region.
- ① a choice variety of grape grown on the island of Thera (Santorini) (syn σαντορινιό σταφύλι):
- poem και πώς τον τρύγο τα τσαμπιά | με τους ροδίτες και τ' αθήρια | ναν τα τρυγώ κ' ύστερα ολόσβελτα | ναν τα πατώ στα πατητήρια (Skipis)
- ② Santorini wine made fr. the Thera variety of grape (s. 1, locally called αθήρτικο i.e. αθηρίτικο)
[fr MG αθήριν (which form also ModCypr), this fr θήριν κρασίν ← θήραιον κρασίν for Θηραίος οίνος; cf K τό θήραιον, a sort of dress worn in satyric drama, invented on the same island]
- ① a choice variety of grape grown on the island of Thera (Santorini) (syn σαντορινιό σταφύλι):
[Λεξικό Κριαρά]
- αθήριν το.
-
- Kρασί από την ομώνυμη ποικιλία σταφυλιού:
- κρητικόν αθήριν (Προδρ. IV 332 χφ P κριτ. υπ).
[<πληθ. *τα θήρια <θήραια, πληθ. ουδ. του μτγν. επιθ. θήραιος <τοπων. Θήρα. T. ‑ι σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Kρασί από την ομώνυμη ποικιλία σταφυλιού:



