Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθέατα [aθéata] adv
- invisibly:
- σπάνια συναντούμε τόσο έντονη αντιπαράθεση ... της νεότητος και του θανάτου, που ~ ενεδρεύει κάπου κοντά (Karouzou)
[der of αθέατος]
- invisibly:



