Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αηδιασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αηδιασμένος, -η, -ο [ai∂iazménos]
  • surfeited, disgusted (syn μπουχτισμένος, που έχει αηδία):
    • ~ από τις απολαύσεις surfeited w. pleasure |
    • ~ από τη ζωή |
    • έφυγε ... ~ |
    • ~, φαίνεται, από την ατμόσφαιρα αυτή των εθνικών προσέρχεται ο Φιλόπονος στο χριστιανισμό (Tatakis)

[ppp of αηδιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες