Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αζωτούχος -ος -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζωτούχος -ος / -α -ο [azotúxos] Ε14 : που περιέχει άζωτο: Aζωτούχες ουσίες. Aζωτούχα λιπάσματα. Aζωτούχες χημικές ενώσεις. Aζωτούχα οξείδια.

[λόγ. άζωτ(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. azoté]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζωτούχος, -ος, -ο [azotúxos]
  • azotic, containing azote, nitrogenous, nitric:
    • αζωτούχες θρεπτικές ουσίες nitric nutrients |
    • αζωτούχο λίπασμα nitrate fertilizer |
    • αζωτούχο νιτρικό άλας nitrate

[der of άζωτο w. suff -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες